προφραγμα

προφραγμα
    πρόφραγμα
    πρό-φραγμα
    -ατος τό переднее заграждение, защита, вал, оплот Arst., Diod., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προφραγμα" в других словарях:

  • πρόφραγμα — fence placed in front neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφραγμα — άγματος, τὸ, Α [προφράσσω] 1. φράχτης, οχύρωμα («οὐδ ἀξιόλογον ἔχοντες πρόφραγμα περὶ αὐτούς», Διόδ.) 2. προασπιστής, υπερασπιστής («εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα», Πολ) …   Dictionary of Greek

  • προφράγματα — πρόφραγμα fence placed in front neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»